- ἐναπογράφομαι
- ἐναπο-γράφομαι [pron. full] [γρᾰ],A inscribe for oneself, [τὸ ἡγεμονικὸν]
εἰς τοῦτο ἑκάστην τῶν ἐννοιῶν ἐναπογράφεται Placit.4.11.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς τοῦτο ἑκάστην τῶν ἐννοιῶν ἐναπογράφεται Placit.4.11.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.